- αποκρισ(ι)άριος
- οθηλ. -ισσα και αποκρισάρης, ο και αποκρισάτορας, ο1. ο μαντατοφόρος: Αν είν' κακό το μαντάτο, δε φταίει ο αποκρισάρης.2. πρεσβευτής, αποσταλμένος πολιτικός ή εκκλησιαστικός σε ξένη παρόμοια αρχή: Ο μητροπολίτης Α ήταν αποκρισιάριος του οικουμενικού πατριαρχείου στην Eκκλησία της Ελλάδας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.